ξαρραβωνιάζω

ξαρραβωνιάζω
nişanı bozmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξαρραβωνιάζω — διαλύω τον αρραβώνα κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αρραβωνιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ξαρραβωνιάζω — ξαρραβώνιασα, ξαρραβωνιασμένος, διαλύω τους αρραβώνες: Ακόμα δεν αρραβωνιάστηκαν και ξαρραβωνιάστηκαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”